ἀπασχολούμενος

ἀπασχολούμενος
ἀπασχολέω
leave
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
ἀπασχολέω
leave
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδειασάρης — α, ικο [άδειαση] εύκαιρος, άεργος, ο μη απασχολούμενος …   Dictionary of Greek

  • ξέμπαρκος — η, ο [μπάρκο] μη απασχολούμενος ναυτικός …   Dictionary of Greek

  • Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”